- πελαγόστροφος
- πελᾰγό-στροφος, ον,A roving through the sea,
ἰχθῦς Opp.H.3.174
(v.l. [suff] πελᾰγό-τροφος, ον, sea-nourished).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰχθῦς Opp.H.3.174
(v.l. [suff] πελᾰγό-τροφος, ον, sea-nourished).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πελαγόστροφος — roving through the sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελαγοστρόφος — ον, Α αυτός που στρέφει τα πελάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + στρόφος (< στρόφος < στρέφω). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργητική σημ.] … Dictionary of Greek
πελαγόστροφος — ον, Α αυτός που περιέρχεται, που περιπλέει τα πελάγη, που ζει στο πέλαγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλαγος + στροφος (< στρόφος < στρέφω). Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
πελαγόστροφον — πελαγόστροφος roving through the sea masc/fem acc sg πελαγόστροφος roving through the sea neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)